- φανταζόμενος
- φαντάζομαιpres part mp masc nom sgφαντάζωmake visiblepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блѧдослово — (1*) нар. (?) Неверно, еретически: и таковымъ неистовьствомь нарицаѩсѩ безглавьны и ѥстьство ѥдино самого сп҃са нашего iс҃а х҃а. блѩдослово сложено. [еретиками] (φανταζόμενος) КР 1284, 380г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek
φανταζομένως — Α επίρρ. στη φαντασία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. φανταζόμενος τού φαντάζομαι] … Dictionary of Greek